- πιπεριά
- (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη.
Οι καρποί (πιπεριές) είναι ράγες, όχι χυμώδεις, αλλά σαρκώδεις και εσωτερικά κοίλες: στον κοίλο χώρο εξέχουν μεμβρανώδη διαφράγματα και μια σφαιρική μάζα από σπογγώδη ιστό (πλακούς), πάνω στον οποίο είναι κολλημένοι οι μικροί, πεπλατυσμένοι, στρογγυλοί σπόροι. Οι εδώδιμοι καρποί θεωρούνται από τα πιο εύγευστα λαχανικά. Ανάλογα με την ποικιλία έχουν διάφορες μορφές: κυβικοί-κοντόχονδροι, σφαιρικοί-πεπιεσμένοι, προμήκεις-πεπλατυσμένοι, μακροί-λεπτοί, και διάφορους χρωματισμούς: πράσινοι, κίτρινοι, ρόδινοι, κόκκινοι, ιώδεις.
Καταναλώνονται νωποί ή κονσερβοποιημένοι και η γεύση τους μπορεί να είναι γλυκιά ή καυστική, επειδή περιέχουν την ερεθιστική ουσία καψικίνη. Υπάρχουν επίσης και καλλιεργούμενες ποικιλίες με καυστικούς καρπούς (καψικό το ετήσιο ποικιλία οξύκαρπος, καψικό το χιλιανό) που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά κυρίως αποξηραμένοι και κονιοποιημένοι) για πικάντικες σάλτσες (πάπρικα). Το καυστικό ελληνικό κοκκινοπίπερο προέρχεται από το κ. το ετήσιο, ποικιλία κωνοειδής, που καλλιεργείται κυρίως στο νομό Πέλλας από τον οποίο προέρχεται το σύνολο σχεδόν του κόκκινου πιπεριού της χώρας. Από τις πολυάριθμες μορφές και ποικιλίες των καλλιεργούμενων π. αναφέρουμε την τετράγωνη της Νάπολης· την τοματόμορφη, τη μακρόκαρπη, τη χονδρόκαρπη, τη νάνο.
Το καψικό το ετήσιο, ποικιλίαβραχύκαρπος, με καρπούς επιμήκεις και ρυτιδωμένους, και τοκ. το ετήσιο, ποικιλία κερασόμορφος, με καρπούς μικρούς, βραχύμισχους, κόκκινους ή κίτρινους, είναι ποικιλίες νάνες που συχνά καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς.
Π. η ψευτοπιπεριά λέγεται και ένα αειθαλές δίοικο και ρητινώδες δέντρο της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), καταγόμενο από τη Νότια Αμερική. Φτάνει σε ύψος τα 5-8 μ., με λεπτά κρεμαστά κλαδιά και κόμη σχεδόν ημισφαιρική. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα, πτερωτά, σύνθετα από φυλλάρια λογχοειδή-γραμμοειδή· άνθη μικρά, λευκωπά, κατά κρεμαστές ανθοταξίες φόβες· καρπούς δρύπες, κοραλλόχρωμες, σφαιρικές, στίλβουσες, κατά κρεμαστές ταξικαρπίες. Τα φύλλα και οι καρποί όταν τριφτούν αναδίδουν μυρωδιά που θυμίζει το πιπέρι· σε αυτό οφείλει και το όνομά του.
Γνωστό στην Ελλάδα από το 1840, χρησιμοποιήθηκε στις φυτεύσεις διαμόρφωσης του Εθνικού Κήπου και σε δεντροστοιχίες της Αθήνας (λεωφόρος Αμαλίας, Ηρώδου Αττικού, Ρηγίλλης, Συγγρού κ.ά.). Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη, ακόμα και στα πιο φτωχά, αντέχει στην ξηρασία και σε ψύχος λίγων βαθμών υπό το μηδέν, αλλά φαίνεται ότι δεν αντέχει στα καυσαέρια, γι’ αυτό και κατά τα τελευταία χρόνια αντικαθίσταται στις δεντροστοιχίες από άλλα δέντρα. Η π. είναι κατάλληλη και για ζωντανούς φράκτες, επειδή τα φύλλα της δεν τα τρώνε τα ζώα.
π. άγρια. Έτσι ονομάζεται το φυτό της οικογένειας των σολανιδών το γνωστό και με την επιστημονική ονομασίακαψικό το μεγάλο. Το ίδιο όνομα δίνεται και στο φυτό γεντιανή η ασκληπιάδατης οικογένειας των γεντιανιδών. Το τελευταίο αυτό είναι πολυετής πόα, 20-50 εκ. ύψους, με ρίζα παχιά και βλαστό όρθιο απλό, πολύφυλλο. Φυτρώνει σε δασοσκεπείς ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και στην κεντρική και μεσημβρινή Ευρώπη και ευδοκιμεί σε υγρές, ημίσκιες θέσεις.
Καρποί του τροπικού φυτού από τους οποίους προέρχεται το μαύρο πιπέρι.
Καρπός κοινής πιπεριάς (καψικό το ετήσιο).
Καρποί της ποικιλίας «οξύκαρπος» από τους οποίους προέρχεται η πάπρικα. Οι ποικιλίες της πιπεριάς είναι πολλές.
Η Δομηνικανή δημοκρατία παράγει εξαίρετες κόκκινες πιπεριές (πάπρικα).
* * *η, Ν [πιπέρι]βοτ.1. κοινή ονομασία τών καλλιεργούμενων ειδών τού γένους καψικό, καθώς και τού εδώδιμου καρπούς τους2. είδος καλλωπιστικού φυτού.
Dictionary of Greek. 2013.